- ωκεανογραφικός
- η , ό[ν] океанографический;
ωκεανογραφικό πλοίο — научно-исследовательское судно;
ωκεανογραφικός στόλος — научно-экспедиционный флот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωκεανογραφικό πλοίο — научно-исследовательское судно;
ωκεανογραφικός στόλος — научно-экспедиционный флот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωκεανογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωκεανογραφία ή ο κατάλληλος για διεξαγωγή ερευνών στον τομέα αυτό («ωκεανογραφικό σκάφος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ωκεανογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ωκεανογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωκεανογραφία: Κάνει ωκεανογραφικές μελέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)